Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες των cookies αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθώντας την ομάδα μας να καταλάβει ποια τμήματα του ιστότοπου μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.
Οστεοειδές οστέωμα: Τί είναι;
To οστεοειδές οστέωμα ένας καλοήθης όγκος των οστών, ο οποίος απαντάται τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες (συνήθεις ηλικίες 5-30 ετών). Συνήθως είναι μικρού μεγέθους (κάτω των 2 εκ.) και μπορεί να εντοπίζεται στα άκρα ή στη σπονδυλική στήλη. Ο όγκος έχει πολύ αυξημένη αιμάτωση και είναι εξαιρετικά επώδυνος, με χαρακτηριστικό πόνο τη νύχτα, ο οποίος αφυπνίζει τον ασθενή και επιβάλλει τη χρήση αναλγητικών. Ο πόνος οφείλεται στην αυξημένη έως και 1000 φορές συγκέντρωση προσταγλανδινών και αντιμετωπίζεται με αντιφλεγμονώδη φάρμακα, τα οποία αναστέλλουν τη σύνθεση των προσταγλανδινών, δρώντας έτσι αναλγητικά.
Συχνή εντόπιση για το οστεοειδές οστέωμα είναι η περιοχή του ισχίου, προκαλώντας έτσι δυσκολία στη βάδιση και χωλότητα (ο ασθενής «κουτσαίνει»). Ένα συχνό μάλιστα πρόβλημα που παρατηρείται σε τέτοιους ασθενείς είναι οι άσκοπες και επανειλημμένες εξετάσεις γύρω από το γόνατο, γιατί ο ασθενής εντοπίζει εκεί τον πόνο, ειδικά αν πρόκειται για παιδί που η λήψη ιστορικού είναι δυσκολότερη. Αυτό συμβαίνει διότι προκαλείται ερεθισμός ενός νεύρου (μηριαίο νεύρο), το οποίο βρίσκεται πολύ κοντά στο πρόσθιο τοίχωμα της άρθρωσης του ισχίου, και έτσι ο πόνος αντανακλά στην πρόσθια επιφάνεια του μηρού μέχρι το γόνατο.
Άλλο σύμπτωμα στο οστεοειδές οστέωμα είναι η υμενίτιδα, δηλ. ο ερεθισμός του αρθρικού υμένα όταν εντοπίζεται κοντά σε αρθρώσεις, με αποτέλεσμα συλλογή υγρού ενδαρθρικά και περιορισμό της κίνησης της άρθρωσης. Τέλος, όταν εντοπίζεται στη σπονδυλική στήλη μπορεί να προκαλέσει μυϊκό σπασμό και επώδυνη σκολίωση (δείτε τη σχετική εικόνα παρακάτω).
Διάγνωση
Η διάγνωση γίνεται συνήθως με απλή ακτινογραφία και αξονική τομογραφία. Ακτινολογικά παρουσιάζει χαρακτηριστική εικόνα με μια μικρή οστεόλυση, η οποία περιβάλλεται από σκληρυντικό οστό δημιουργώντας το λεγόμενο πυρήνα (nidus), όπως φαίνεται στις παρακάτω φωτογραφίες. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί το σπινθηρογράφημα οστών και η μαγνητική τομογραφία. Για ακόμα καλύτερη ακρίβεια εφαρμόζεται πλέον μια ειδική μαγνητική τομογραφία αιμάτωσης (perfusion MRI), η οποία δείχνει την αυξημένη αιμάτωση του όγκου και έχει μια εικόνα που είναι χαρακτηριστική για το οστεοειδές οστέωμα. Η ειδική αυτή μαγνητική τομογραφία δείχνει ταχεία «έκπλυση» της βλάβης από το σκιαγραφικό, κάτι το οποίο είναι παθογνωμονικό και επιτρέπει με ασφάλεια την αντιμετώπισή της με κλειστή μέθοδο, δηλαδή διαδερμικά με καυτηρίαση μέσω ραδιοσυχνοτήτων, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω.
Θεραπεία
Παραδοσιακά, η αντιμετώπιση του οστεοειδούς οστεώματος ήταν η χειρουργική αφαίρεσή του με ευρεία εκτομή και συναφαίρεση υγιούς οστού, ώστε να έχουμε υγιή όρια εκτομής και να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες υποτροπής. Αυτό όμως είχε αρκετά προβλήματα γιατί δημιουργούσε ένα έλλειμμα και αποδυνάμωνε το οστό, κάνοντας έτσι απαραίτητη τη χρήση προφυλάξεων και την αποφυγή φόρτισης μέχρι να αποκατασταθεί το οστό (πχ. πατερίτσες αν εντοπιζόταν στα κάτω άκρα). Επιπλέον, σε περιπτώσεις εν τω βάθει εντόπισης η προσπέλαση ήταν δυσκολότερη, ενώ δημιουργούσε επίσης και μια ουλή στη θέση της τομής, κάτι που δεν είναι επιθυμητό, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο ασθενής είναι μικρό παιδί. Κατόπιν το υλικό αποστελλόταν για αξονική τομογραφία ώστε να επιβεβαιωθεί ότι η βλάβη είχε εξαιρεθεί πλήρως (βλ. εικόνα) και στη συνέχεια ακολουθούσε η κανονική βιοψία.
Διαδερμική θεραπεία με ραδιοσυχνότητες (RF- ablation)
Τα τελευταία χρόνια όμως έχει αλλάξει τελείως ο τρόπος αντιμετώπισης όσον αφορά το οστεοειδές οστέωμα. Συγκεκριμένα, εφαρμόζεται τεχνική ελάχιστης παρεμβατικότητας, η οποία επιτρέπει τη θεραπεία κλειστά, χωρίς τομή, μόνο με τη χρήση ειδικής βελόνας που εισάγεται δια του δέρματος (διαδερμική μέθοδος). Αρχικά γίνεται εντοπισμός της βλάβης με τη βοήθεια αξονικής τομογραφίας και στη συνέχεια τοποθετείται διαδερμικά ειδική βελόνα που οδηγείται στο κέντρο του όγκου. Η βελόνα αυτή παράγει ραδιοσυχνότητες (radiofrequency- RF) στο άκρο της και προκαλεί θερμοκαυτηρίαση του όγκου (RF- ablation). Απαιτείται αναισθησία (γενική ή επισληρίδιος), γιατί το οστεοειδές οστέωμα πονάει πάρα πολύ τη στιγμή του καυτηριασμού. Η μέθοδος διαρκεί λίγα λεπτά, ο ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο μέχρι να συνέλθει εντελώς, ενώ παίρνει εξιτήριο λίγες ώρες αργότερα. Συνήθως δεν εφαρμόζεται κανένας περιορισμός στην κινητοποίηση του ασθενή, ο πόνος εξαφανίζεται ήδη από την ίδια την ημέρα της επέμβασης και δεν χρειάζονται αναλγητικά ή άλλα φάρμακα.
Η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει ποσοστά επιτυχίας εώς και 100% και ο κίνδυνος φλεγμονής θεωρείται μηδαμινός.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η διαδερμική καυτηρίαση των βλαβών αυτών απαιτεί κατάλληλη εξειδίκευση και εμπειρία για διάφορους λόγους. Η καυτηρίαση είναι μια διαδικασία που κατά κανόνα δε συνοδεύεται από λήψη βιοψίας. Κατά καιρούς έχει επιχειρηθεί να ληφθεί κομμάτι ιστού από τη βελόνα βιοψίας πριν τον καυτηριασμό, όμως αυτό συχνά δεν είναι διαγνωστικό (30% ακρίβεια). Επομένως, χρειάζεται προσεκτική κλινική διάγνωση και συσχέτιση με τα απεικονιστικά ευρήματα, ώστε να είναι κανείς κατά το δυνατό βέβαιος για τη φύση της βλάβης. Για παράδειγμα, το οστεοειδές οστέωμα που εντοπίζεται στο φλοιό ενός οστού, προκαλεί εκτεταμένη περιοστική αντίδραση και σκλήρυνση, που μπορεί μάλιστα να οδηγήσει σε παραμόρφωση του οστού και απώλεια της ευθυγράμμισης του άκρου. Εάν όμως εντοπίζεται μέσα στο σπογγώδες τμήμα του οστού, η αντίδραση του οστού στη βλάβη διαφέρει και χαρακτηρίζεται από έντονο οστικό οίδημα, δίνοντας μια τελείως διαφορετική εικόνα. Ακόμα, υπάρχουν σπανιότατες βλάβες που μπορούν επίσης να εντοπιστούν στην ίδια περιοχή (πχ. ενδοφλοιώδες οστεοσάρκωμα), αλλά έχουν τελείως διαφορετική αντιμετώπιση.
Υπάρχουν εξειδικευμένα κέντρα του εξωτερικού που ασχολούνται συστηματικά με τους όγκους των οστών και των μαλακών μορίων, όπως είναι το Ινστιτούτο “Rizzoli” στη Μπολόνια της Ιταλίας, όπου έχει μετεκπαιδευθεί ο Χειρουργός Ορθοπαιδικός Δρ. Γεώργιος Κασιμάτης, αποκτώντας σημαντική εμπειρία πάνω στις παθήσεις αυτές. Για τους λόγους αυτούς, η προσέγγιση των ασθενών με τέτοιες βλάβες χρειάζεται να γίνεται από εξειδικευμένους ιατρούς και με τη χρήση των πλέον σύγχρονων μεθόδων απεικόνισης. Ειδικά για το τελευταίο, η μαγνητική τομογραφία αιμάτωσης (perfusion MRI) επιτρέπει τον ακριβή προσδιορισμό της βλάβης, ακόμα και σε περιπτώσεις που τα απεικονιστικά χαρακτηριστικά της είναι αμφίβολα.
Η μέθοδος εφαρμόζεται και σε άλλες περιπτώσεις όγκων, τόσο πρωτοπαθών (ηωσινόφιλο κοκκίωμα- ιστιοκυττάρωση του Langerhans), όσο και δευτεροπαθών (μεταστάσεις), μετά από λεπτομερή μελέτη της κάθε περίπτωσης. Το τμήμα Αξονικού και Μαγνητικού τομογράφου του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Δρ. Νικόλαου Μποντόζογλου με τον οποίο συνεργαζόμαστε, έχει αντιμετωπίσει σειρά τέτοιων περιπτώσεων τα τελευταία χρόνια.